- ορίζοντας, τεχνητός
- Όργανο, το οποίο, με διάφορους τρόπους και για διάφορους σκοπούς, υλοποιεί το οριζόντιο επίπεδο ή το ίχνος του. Στο ναυτικό, όταν δεν υπήρχε ή δεν λειτουργούσε με ικανοποιητική συχνότητα και ακρίβεια η ραδιοτηλεγραφική μετάδοση της ώρας, χρησιμοποιούσαν για τον έλεγχο των χρονόμετρων μια μικρή λεκάνη γεμάτη υδράργυρο, με τη βοήθεια της οποίας ήταν δυνατή η ακριβής μέτρηση του ύψους ενός αστέρα και από αυτό η διόρθωση των χρονομετρών. Για να επιτευχθεί η απαιτούμενη ακρίβεια, ήταν απαραίτητο να γίνει η μέτρηση στην ξηρά, ώστε να μην υπάρχουν κραδασμοί, και σε θέση προφυλαγμένη από ανέμους.
Για να γίνει δυνατή η μέτρηση του ύψους των αστέρων σε πλοία ή αεροσκάφη, κατά τη νύχτα και την ημέρα, όταν ο ορίζοντας δεν είναι ικανοποιητικά ορατός, έχουν κατασκευαστεί εξάντες που δίνουν ένα τ.ο. με τη βοήθεια ενός χωροβάτη φυσαλλίδας (αλφάδι) ή ενός γυροσκοπίου· με τα συστήματα αυτά πετυχαίνεται μια μάλλον μέτρια προσέγγιση.
Ο όρος τ.ο. σημαίνει επίσης ένα όργανο, το δείκτη κλίσης, που επιτρέπει στον πιλότο να διαπιστώνει, στην ομίχλη ή κατά τη νύχτα, την οριζόντια ή κατά μήκος κλίση του αεροσκάφους ως προς τον ορίζοντα ενός γυροσκόπιου: η κλίση του αεροσκάφους είναι εμφανής από τη θέση μιας μικρογραφίας του αεροπλάνου ως προς τη γραμμή ορίζοντα, στοιχεία που εμφανίζονται στον πίνακα του οργάνου.
Τεχνητός ορίζοντας (δείκτης κλίσης) αεροπλάνων: γ - γυροσκόπιο με καρδανική ανάρτηση? ο - γραμμή ορίζοντα? μ - μικρογραφία του αεροσκάφους.
Dictionary of Greek. 2013.